- ρυμοτομώ
- ρυμοτομώ, ρυμοτόμησα βλ. πίν. 73
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ρυμοτομώ — ῥυμοτομῶ, έω, ΝΜΑ τέμνω πόλη σε ρύμες, χαράζω, διανοίγω δρόμους, σχηματίζω πλατείες, πάρκα και οικοδομικά τετράγωνα σε μια πόλη αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «ῥυμοτομεῑται εἰς ὀρθὸν κόπτεται». [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥύμη «στενή οδός» + τομῶ (< τόμος < τόμος … Dictionary of Greek
ρυμοτομώ — ησα, ήθηκα, ημένος, σχεδιάζω, χαράζω τους δρόμους και τις πλατείες μιας πόλης: Η Αθήνα δεν έχει ρυμοτομηθεί σωστά· ουσ. ρυμοτομία, η χάραξη, διάνοιξη δρόμων: Ελάχιστες από τις παλιές πόλεις έχουν καλή ρυμοτομία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατατέμνω — (AM κατατέμνω, Α και ιων. τ. κατατάμνω) κόβω κάτι σε πολλά και μικρά κομμάτια, κατακομματιάζω κατακόβω, διαμερίζω αρχ. 1. κόβω δρόμους για την οικοδόμηση πόλεως, ρυμοτομώ 2. κόβω κατά βάθος, κάνω άνοιγμα στη γη 3. περικόπτω, λιγοστεύω κόβοντας 4 … Dictionary of Greek
ρυμοτομία — η / ῥυμοτομία, ΝΜΑ [ῥυμοτομῶ] η διαίρεση μιας πόλης σε ρύμες, σε δρόμους, η χάραξη και διάνοιξη οδών νεοελλ. κλάδος τής πολεοδομίας που έχει ως αντικείμενο τη διαρρύθμιση τού χώρου μέσα στον οποίο πρόκειται να δημιουργηθεί ένας οικισμός και… … Dictionary of Greek